- υπερδομή
- η, Ν1. βιολ. κυτταρική δομή που μπορεί να παρατηρηθεί μόνο με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, αλλ. λεπτή δομή2. τεχνολ. α) ανωδομή, υπερκατασκευή, δομή πάνω σε κατασκευασμένη εκ τών προτέρων βάσηβ) το επάνω μέρος μιας κατασκευής3. (κοινων.-φιλοσ.) (κατά τη μαρξιστ. αντίληψη) το σύνολο που αποτελείται από το πολιτικό σύστημα και από το σύστημα τών νομικών, πολιτιστικών, θρησκευτικών, εκπαιδευτικών κ.ά. θεσμών και ιδεών σε έναν δεδομένο κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό, σύνολο το οποίο στηρίζεται σε μια αντίστοιχη οικονομική βάση ή υποδομή, δηλαδή τις σχέσεις παραγωγής, από την οποία και προσδιορίζεται και τής οποίας ανάκλαση αποτελεί, αλλ. εποικοδόμημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + δομή. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρων, πρβλ. για μεν την βιολ. γαλλ. ultrastructure, για δε την τεχνολ. και κοινων.-φιλοσ. γαλλ. superstructure].
Dictionary of Greek. 2013.